ακακόπεφτος

ακακόπεφτος
-η, -ο
αυτός που δεν κακόπεσε, δεν απότυχε στο γάμο του: Παρηγοριόταν με την κόρη του που, ευτυχώς, ήταν ακακόπεφτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακακόπεφτος — η, ο [κακοπέφτω] δεν έχει αποτύχει σε κάποιο ζήτημα ή επιδίωξη, ιδιαίτερα στον γάμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”